робкий - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

робкий - translation to πορτογαλικά


робкий      
acanhado, tímido ; (боязливый) medroso
робко      
acanhadamente, timidamente, com timidez
sujeito tímido      
робкий человек

Ορισμός

робкий
Р'ОБКИЙ, робкая, робкое; робок, робка, робко. Несмелый, боязливо-опасливый, неуверенный. "И вкрадчив, и умен, но робок." Грибоедов. "Старушка... с робким и печальным взглядом." А.Тургенев. "Человек ты немощный, робкий и недальний." А.Тургенев. "Глупый пингвин робко (нареч.) прячет тело жирное в утесах." М.Горький.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για робкий
1. Пенсионер, сторож "Сельхозтехники". Застенчивый, робкий.
2. Как видим, первый робкий шажок правительство сделало.
3. Один резкий, задиристый, другой - робкий, застенчивый.
4. - Красавец - нарядный, сильный, но робкий для петуха.
5. - раздался с последнего ряда робкий голос девочки.